γένημα

γένημα
γένημα, ατος, τό (on the sp. s. B-D-F §11, 2; 34, 3; Rob. 213) that which comes into being through production, product, fruit, yield of vegetable produce Lk 12:18 v.l. (other rdgs. are γεννήματα and τὸν σῖτον; s. GKilpatrick in: Essays in Memory of GMacgregor, ’65, 190; 202); of wine as the product of the vine (cp. Is 32:12 ἀμπέλου γένημα; pap refer to οἴνου γένημα [BGU 774, 3 al.; so also O. Fay 7] or οἰνικὸν γένημα [BGU 1123, 9; POxy 729, 36 al.]; γ. τοῦ Δίωνος ἀμπελῶνος PTebt 772, 8; Just., D. 91, 1 γεννημάτων for γεν-[Dt 33:14]) Mt 26:29; Mk 14:25; Lk 22:18 (in all these passages t.r. γεννήματος). In imagery τὰ γ. τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν (Hos 10:12) the harvest of your righteousness 2 Cor 9:10 (v.l. γεννήματα). The word is a new formation in H. Gk. from γίνεσθαι and has no affinity w. the older γέννημα. It is found since III B.C. in pap (Dssm. B 105f; NB 12 [BS 110, 184]; Mayser 214; Nägeli 32), ins (CIG 4757, 62; OGI 262, 9), LXX (Thackeray 118); TestLevi 9:14 v.l. (d, e, g; in text: πρωτογεννήματος), and in writers like Polyb. (1, 71, 1; 1, 79, 6; 3, 87, 1 acc. to the best mss.).—New Docs 2, 79. DELG s.v. γίγνομαι p. 222. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γένημα — produce neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένημα — το βλ. γέννημα …   Dictionary of Greek

  • γενημάτων — γένημα produce neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενήμασι — γένημα produce neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενήμασιν — γένημα produce neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενήματα — γένημα produce neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενήματι — γένημα produce neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενήματος — γένημα produce neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… …   Dictionary of Greek

  • γενητός — γενητός, ή, όν (AM) αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση τού Χριστού «δύο κυρίοις… …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”